ποθούμενο(ν)

ποθούμενο(ν)
το желаемое, предмет страстного желания, мечты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ποθούμενο(ν)" в других словарях:

  • εύχος — εὖχος, ( εος και ους, τό, ποιητ. τ. (Α)) [εύχομαι] 1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο 2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα 3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • ποθώ — ποθώ, πόθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ποθώ : η παθητική φωνή είναι πολύ σπάνια, σε εκφρ. όπως: Μόνο έγω ξέρω πόσο αγαπήθηκε και ποθήθηκε η αδελφή μου (Χάρτ. Σεπτέμβρης, σελ. 155) και στη μτχ. το ποθούμενο (→ το επιθυμητό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»